- συγκατεσθίω
- μέλλ. συγκατέδομαι και συγκαταφάγομαι, Α [κατεσθίω]τρώγω μαζί με κάποιον ή τρώγω πολλά μαζί («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν πάντα», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκαταφαγόντα — συγκατεσθίω eat up aor part act neut nom/voc/acc pl συγκατεσθίω eat up aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεσθίομεν — συγκατεσθίω eat up pres ind act 1st pl συγκατεσθίω eat up imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταφαγεῖν — συγκατεσθίω eat up aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταφαγών — συγκατεσθίω eat up aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταφάγεται — συγκατεσθίω eat up fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεδηδοκώς — συγκατεσθίω eat up perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεσθίεσθαι — συγκατεσθίω eat up pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατέδομαι — συγκατεσθίω eat up fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατέδομαι — Α (μέλλ. με ενεργ σημ.) βλ. συγκατεσθίω … Dictionary of Greek